- τίτουλος
- ο, ΝΑβλ. τίτλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιτουλάριος — ο, ΝΜ 1. αυτός που έχει μόνον τον τίτλο, επίτιμος 2. εκκλ. βοηθός επίσκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτουλος (βλ. λ. τίτλος) + κατάλ. άριος (πρβλ. λεγεων άριος)] … Dictionary of Greek